|
анемичный, малокровный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анемичный? — αναιμικός как на (ново)греческом будет слово малокровный? — αναιμικός как с (ново)греческого переводится слово αναιμικός? — анемичный, малокровный — αμφιον — παροξύτονος — ημίπτωτος — ονόκομβος — διαβάζομαι — κεραμοηοιείο — αδημιούργητος — εγγλύφω — κυπριακός — ταχυπορώ — σπουδαιοφανής — νεροκάρδαμο — εν — συγκατηγόρημα — προεδρείο — καθίζημα — ιονισμός — επιθεωρώ — ανοπόβλητος — γκρίζος — μελισσουργείο |
|||