|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνημμένο? — — βυζάκι — μεσόπορτα — γεροντολεύτερη — αλαφρόγνωμος — επιπωματίζω — προβατώδης — ανορθόγραφος — αριστερόφιλος — ανομοιομερώς — στρόφαλος — τράνζιτο — ενενηκοστόν — φεγγοβολάω — ευθυμολογικός — ξυστήρα — ανδριαντοποιία — υπονομεύτρια — μαράζωμα — αλατόμετρο — μεγαλοπιάνομαι — ηλιακός |
|||