συνημμένο

формы словаβ
συνημμένο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συνημμένο? —


βυζάκιμεσόπορταγεροντολεύτερηαλαφρόγνωμοςεπιπωματίζωπροβατώδηςανορθόγραφοςαριστερόφιλοςανομοιομερώςστρόφαλοςτράνζιτοενενηκοστόνφεγγοβολάωευθυμολογικόςξυστήραανδριαντοποιίαυπονομεύτριαμαράζωμααλατόμετρομεγαλοπιάνομαιηλιακός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit