|
мор. волномер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волномер? — κυματόμετρο как с (ново)греческого переводится слово κυματόμετρο? — волномер — εξοβελίζομαι — πορτογαλλικός — ερμηνευτέος — συγχροτρόνιο — περίτριμμα — γλυκασμένη — λιθογόνος — γιαουρτάς — ούλτρα — ευχερώς — εκτελεστέος — πάνσοφος — ίδρώνω — κηροζίνη — αποσκιά — ιατρεύω — εισόρμηση — απολέπιση — ζουλόβατος — υδατίς — απιδέα |
|||