|
избыточный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово избыточный? — πλεονάζων как с (ново)греческого переводится слово πλεονάζων? — избыточный — άλαιμος — άρριπτος — καραϊβικός — ομολογία — αυτοκυβέρνητος — αντιπολεμώ — γλίσχρος — επαλλάσσομαι — κεφαλόδεμα — ανεστενάζω — δωροδοκούμαι — εισπνέω — λαμπροφορία — κακοφανισμός — στανιό — αεριόφωτο — πρέκι — αυτόχρημα — σηροτροφείο — πευκιάς — ξεβλασταρώνω |
|||