|
тех. коленчатый; ~ άξονας (или άτρακτος) — коленчатый вал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коленчатый? — στροφαλοφόρος как с (ново)греческого переводится слово στροφαλοφόρος? — коленчатый — μινίστρος — αλειμματού — εξασφάλιση — ξοδιασμός — πισώκωλα — φιστικύς — διάβασμα — ένδυσις — Ρώσος — πλυντικός — κόσσα — εξυπνάδα — ογδοηκοντοετής — διεγγύησις — επισκοπεία — ωρίμανση — βατσέλι — αγροίκιστος — πρώην — ανανταπάντητος — δικαίωμα |
|||