στροφαλοφόρ|ος

формы словаβ
στροφαλοφόρ|ος
тех. коленчатый;
          ~ άξονας (или άτρακτος) — коленчатый вал



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово коленчатый? — στροφαλοφόρος
как с (ново)греческого переводится слово στροφαλοφόρος? — коленчатый


μινίστροςαλειμματούεξασφάλισηξοδιασμόςπισώκωλαφιστικύςδιάβασμαένδυσιςΡώσοςπλυντικόςκόσσαεξυπνάδαογδοηκοντοετήςδιεγγύησιςεπισκοπείαωρίμανσηβατσέλιαγροίκιστοςπρώηνανανταπάντητοςδικαίωμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit