|
недоверчивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недоверчивый? — ολιγόπιστος как с (ново)греческого переводится слово ολιγόπιστος? — недоверчивый — αποκλήρωση — αξυρισιά — φυλάκιση — τσιμπολογάω — ανιδιοτελής — κοντύλι — ενταλματίας — χρωμοφωτογραφία — εμπύρευμα — ανδριάντας — πλαισίωση — ζηλοφθονώ — απηρχαιωμένος — ασυνάρτητο — κοραλένιος — τουρίστας — φιλοζωία — γεροδεμένος — προοίμιο — αρχειοθέτης — συγκατάνευση |
|||