|
закованный в цепи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закованный в цепи? — αλυσίδετος как с (ново)греческого переводится слово αλυσίδετος? — закованный в цепи — παρηγοριέμαι — ατασθαλία — επιπλουργικός — εριφος — τρανταχτός — διέρεισμα — εγκαινίαση — επίφοβα — αρρυμούλκητος — άγυρτος — ορθογραφία — αρμόνικα — υποσέλιδος — εντατικός — μιλω — ξαπλωτός — παραπληξία — κατεσχέθην — σίελος — καταψύχω — προειδοποιώ |
|||