|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τραχηλίτσα? — — μητριά — αντιαρθριτικός — φιδοτόμαρο — ακόνι — ζωστικό — δυσκατάπειστος — είπα — ρέπω — αποτρύγωση — κλαυτός — επιφανειακά — αυθόρμητο — σκλιμίτσα — δούκας — ακούμπημα — χανσενικός — εξωδερμίδα — αποσκότεινα — εκβαίνω — κύπρινον — ισπανομάθεια |
|||