|
ступенчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступенчатый? — βαθμιδωτός как с (ново)греческого переводится слово βαθμιδωτός? — ступенчатый — έοικα — κανορινύ — διαπυούμαι — ανενοίκαστος — περιγενόμενοι — ντροπιάρικος — φαλλί — εσπεριδοειδή — εξορκισμός — διερωτώ — θελα — κεράτια — ψιχαλητό — φαντασιακός — οπισθόδομος — σφαμός — φάράγγι — γκρανκάσσα — άραχνος — αλιμάριστος — νόσημα |
|||