|
понемногу успокаивать, смягчать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово понемногу успокаивать? — διαμαλάσσω как на (ново)греческом будет слово смягчать? — διαμαλάσσω как с (ново)греческого переводится слово διαμαλάσσω? — понемногу успокаивать, смягчать — ξαρμίζω — ορμονικός — επιχορηγία — προπαραλήγουσα — βράσιμο — έντυπος — βαμβακομάλλινος — αναστατώνοντας — ζελατίνα — αρζαντό — αγωγιμότητα — καραβάνι — αχρειολόγα — μόρφασμα — τρουλαίος — σκληρόψυχος — ξεμοναχιασμένος — ενδυνάμωμα — κατρακύλισμα — παρανυστάζω — άπλαστος |
|||