Новогреческий словарь
σοκολάτα
σοκολάτα
η
шоколад
(тж. напиток);
από ~ — из шоколада, шоколадный
;
~ γάλακτος — молочный шоколад
;
πλάκα ~ς — плитка шоколада
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шоколад
? —
σοκολάτα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σοκολάτα
? — шоколад
#
(ново)греческий словарь
—
έξυπνα
—
σμιχτοφρύδης
—
αξελάκκιαστος
—
βραχυκύκλωμα
—
αχνάδα
—
κωδωνοστάσι
—
κουνουπιδόσουπα
—
σαρανταπενταρίζω
—
ξομολογιέμαι
—
αφιλομάθεια
—
Αίολος
—
ημιπερίοδος
—
αετόμορφος
—
εδραιώνω
—
γοργο-
—
γκλαμουριά
—
σκανδαλιστικός
—
περίπαιγμα
—
βροχάρα
—
λινόπανο
—
ζερβύς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве