|
ο давильный чан (в виноградарстве) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давильный чан? — ληνός как с (ново)греческого переводится слово ληνός? — давильный чан — ξελέω — επαχθής — κυνόδηκτος — βαμβακέμπορος — χαλκοτυπία — προστυχούλα — ερυθροκύτταρον — σαραντάρι — τορπιλλικό — ανθρακοποιώ — διαφωτιστικός — μαργαρώδης — λωλαίνω — λείβομαι — αφαίρεση — κωλοκάτσι — σάρπα — αναχαράζω — αργύρωμα — καλλιστείο — βουτάω |
|||