Новогреческий словарь
διεφάνην
διεφάνην
αόρ. от διαφαίνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διεφάνην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πειραματιστής
—
ανευλαβής
—
έκκεντρος
—
ζυθοποιία
—
αχυρόχαρτο
—
μυδοκαλλιέργεια
—
αυτοχρωμία
—
έξυπνος
—
κάλυκας
—
ταπείνωση
—
λαμπυρίδα
—
πλατωνικός
—
χειραψία
—
εξυπνακίστικος
—
ομοιόμορφον
—
εκπυρηνίζω
—
ανήκουστος
—
κρυφοκοίταγμα
—
ανθρωπολατρικός
—
χαμάλικος
—
ραχατλίδικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве