|
αόρ. от διαφαίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεφάνην? — — κοσμοπλημμύρα — αρχιμηχανουργός — ειδωλοποιώ — αντροδίαιτος — αδάμαστος — στραγγαλιστής — φτουρώ — τρελαμένος — μπελαμάνα — πηγαινοέλα — ρητορεία — σύγκερος — ηδύτητα — μούσκλο — γδέρνω — ανέρρηξα — σερέτικος — προμηνάω — βαστάζος — αλληλεπαγωγή — βρίθω |
|||