|
разрастаться (о деревьях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разрастаться? — θρασεύω как с (ново)греческого переводится слово θρασεύω? — разрастаться — αναμπαίχτης — δυσκαμψία — άπιστα — μαιευτικός — ιδικός — νεκροφυλακείο — απογευματινά — ταξιδιωτικός — ευμεταποίητος — ακράκι — μπλάστρωμα — εισαεί — εναπόθεση — κοιλόκυρτος — φιλελευθερία — γήπεδο — κοπαδιάρικος — δυσνόητος — επικρεμάμενος — ζαλικωμένος — αναθεμελίωση |
|||