|
запретный, запрещённый; ~η ζώνη — запретная зона; === ~ καρπός — запретный плод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запретный? — απαγορευμένος как на (ново)греческом будет слово запрещённый? — απαγορευμένος как с (ново)греческого переводится слово απαγορευμένος? — запретный, запрещённый — ζαμπάκι — αρκετός — διαφλέγω — περισπάωμαι — ανδραγάθημα — στένωση — θαυμαστικό — βασιβουζούκος — εξεπλάγην — πληρωνόμενος — μουσικοδιδάσκαλος — νεοαποικισμός — ξεφύτρωμα — μονομαχία — κοράλλινος — αμβλυντικός — τσιγαριλίκι — στέφω — στιμμίζω — δανειοδοτώ — ψηφίζομαι |
|||