|
το усилитель (звука) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усилитель? — αντηχείο как с (ново)греческого переводится слово αντηχείο? — усилитель — ψυχοτεχνία — αποσπώμαι — υπερέχω — υποπολλαπλάσιο — έγκλεισμα — χαμπάρι — βουγάς — αλλέγρος — ιχθυοφαγία — απομεσήμερο — τρεμοσβήνω — αναζωπύρωση — ισόποσο — αγρυρομαραγγιάζω — λυσσομανία — αυτοκυβέρνηση — βαγιοκλαδίζω — κόκκινος — λεξικολογία — αρκουδόγυφτος — παρατυγχάνω |
|||