|
το скатерть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скатерть? — τραπεζομάντηλο как с (ново)греческого переводится слово τραπεζομάντηλο? — скатерть — εύτεκνος — αμαυροφανής — αποστρέψιμο — διαμαρτυρόμενος — ξεμασκαρεύω — ρουμπινένιος — εθνοφύλακας — κουτόφραγκος — τυλώδης — σπιτονοικοκυρά — σκέπαστρο — διακεκριμένως — ένθρονος — χρίση — παραλλάζω — φτιάσιμο — σιμιγδαλόσουπα — ακατάβλητος — γυάλωμα — δασολογία — γαλούχηση |
|||