|
остывать (после испарины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остывать? — ξεϊδρώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεϊδρώνω? — остывать — ανωμεριά — νηρηίδα — ματαιότητα — αδεκάτιστος — αυτοχειροτόνητος — ανάγυρτος — αχεριώνας — εκτατός — έχθιστος — εικοσαπλασιάζω — εξηνταβελόνης — ολισθηρός — ουγγαρέζικος — υδρόμελι — μικροκλοπή — προσέλευση — διατομικός — συγχώρηση — τεσσαρακονθήμερος — καμπάνισμα — ανδραγαθίζομαι |
|||