|
(αόρ. εξέγλυψα) фрезеровать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фрезеровать? — εκγλύφω как с (ново)греческого переводится слово εκγλύφω? — фрезеровать — ανεκδοτικός — ναυτοφυλακή — κλασσέρ — πατούχα — αναξιοπαθώ — κεραμιδαρειό — μετέπειτα — γατιές — ευνομός — κύλινδρος — κοιλοπονάω — λεπτό — λεμφοκυτογόνος — μουσείο — εγγενής — ταχύπλους — πλήμμυρα — επιβοήθημα — ζαΐφης — αποχαιρετιστήρια — σάλι |
|||