|
η завинчивание; ввинчивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завинчивание? — εγκοχλίωση как на (ново)греческом будет слово ввинчивание? — εγκοχλίωση как с (ново)греческого переводится слово εγκοχλίωση? — завинчивание, ввинчивание — επιστεγάζω — σαββατογεννημένος — διδασκάλισσα — μαλακός — κοπανιά — εύκλωστος — σταχτοδοχείο — σκλιμίτσα — ξελαχανιάζω — σπυράκι — οντολογικός — γαλαξίνα — λουσάτος — αντιπαραβάλλω — πολύκλωνος — Βιολέτα — παλιννοστώ — κουκουές — δεντρόφυτος — ασυμπτωτικός — αδιάσχιστος |
|||