|
το часовня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часовня? — ευκτήριον как с (ново)греческого переводится слово ευκτήριον? — часовня — κομμάρα — ελικοπτεροφόρος — τυχάρπαστος — πλαταράκια — υγρόφιλος — εμφωλεύω — ελίχρυσον — μπανιάρισμα — ανεμοφράχτης — μορσικός — ηλεκτρομαγνήτης — κύφωση — ψαρωτικά — βλογιά — αντρειοσύνη — διττόκλιτος — αναπόφευκτος — πίπιζα — μείωση — ζανταλώνομαι — αλατένιος |
|||