Новогреческий словарь
λοιμώδης
λοιμώδης
заразный; инфекционный
;
~ νόσος или ~ώδες νόσημα — инфекционное заболевание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заразный
? —
λοιμώδης
как на
(ново)греческом
будет слово
инфекционный
? —
λοιμώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοιμώδης
? — заразный, инфекционный
#
(ново)греческий словарь
—
τσακωμός
—
κοινωνικότητα
—
τουρκοφάσουλο
—
παιχνίδι
—
αρνίο
—
αυγινός
—
κίνα
—
οίαξ
—
κατσικοπόδα
—
βρύχημα
—
επίχαρις
—
παλλαϊκός
—
ηλεκτροποίηση
—
λιγώτερος
—
διάναξη
—
γραμματόσημο
—
φανερωτικός
—
πνευμονεκτομή
—
εκτονωτικός
—
αδικοσκοτωμένος
—
επτάπλευρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω