|
το ступка; κοπανίζω στό ~ — толочь в ступке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступка? — γουδί как с (ново)греческого переводится слово γουδί? — ступка — τροκκιά — κορνιζάς — σωληνίσκος — μαρξικο-λενινικός — κεροπάνι — ναφθαλίνιο — λαγουδέρα — ανενδοίαστος — ευκολοκίνητος — ιππόδρομος — παράμερα — ποντικάκι — ασύμφωνος — αυτοπροβάλλομαι — φλασκάκι — εκλεκτός — συκολόγος — οἰκίσκος — υδρομαντεία — άυλος — αντλητήρας |
|||