|
заметно, значительно, сильно; η θερμοκρασία ~ υψώθη — температура значительно поднялась #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заметно? — αισθητά как на (ново)греческом будет слово значительно? — αισθητά как на (ново)греческом будет слово сильно? — αισθητά как с (ново)греческого переводится слово αισθητά? — заметно, значительно, сильно — διπλομανταλώνω — σπασμωδικός — προσαρμοστικός — βιος — ξυπόλητος — ταμιευτήρας — νεφρός — ελληνόπαις — ακροτελεύτιον — χοντροκεφαλιά — αθωνικός — καλομεταχείριση — κοινωνικότητα — χτενιστής — αναρχομαλάκας — καρδιαλγής — ρικινέλαιον — ανεπίπληκτος — ερμητισμός — ιμάμης — ενηλικότης |
|||