Новогреческий словарь
σκούριασμα
σκούριασμα
το
ржавление; окисление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ржавление
? —
σκούριασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
окисление
? —
σκούριασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκούριασμα
? — ржавление, окисление
#
(ново)греческий словарь
—
ψηφώ
—
βορείως
—
διαξιφιστής
—
ηλεκτροκινητική
—
αιμορραγώ
—
Φ;φ
—
πενία
—
βραχίονας
—
ετερόχειρος
—
γρίφος
—
ονειδισμός
—
πλαταγώ
—
αλκυονίδες ημέρες
—
σιχασιάρικος
—
εκπεταλώνοι
—
συσσίτιο
—
ξανοστίζω
—
ρεβιθένιος
—
κατατρυπάω
—
καθεκλοποιείο
—
επιβράχυνση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,