|
αόρ. от γέρνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγυρα? — — αρτυσμα — μαφία — αυθαδόστομος — λιθοκόπος — ψιχίον — έγχορδος — νεκροφύλακας — αρχισυντάκτης — τοκολόγιο — λαρυγγόσπασμος — περιβολάκι — υπερσιβηρικός — συνταύτιση — συνταγματολόγος — καταπνίγω — ενενηκοντούτης — ίαση — μύσταξ — λιοκούκουδο — κακοποιός — αυταρχικότητα |
|||