|
το лей, лея (денежная единица Румынии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лей? — λέϊ как на (ново)греческом будет слово лея? — λέϊ как с (ново)греческого переводится слово λέϊ? — лей, лея — αντιμηνύω — βάλσιμο — συνένωση — ψιττακίαση — διμοιρία — ανταμικός — μάζωξη — χιονονιφάδα — φεγγαροστολισμένος — αποβλητικός — ανιμαλισμός — ξεπλάτισμα — ειδησεογραφικά — γαλιφιά — βροντητά — τουρίστας — φθονούμαι — μυθογραφώ — στίλβη — μαμαλίγκα — αξέσφιχτος |
|||