|
το леса, леска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово леса? — αρμίδι как на (ново)греческом будет слово леска? — αρμίδι как с (ново)греческого переводится слово αρμίδι? — леса, леска — διευθυντήρια γραμμή — μεσάρι — μουλαριάρης — χαράκωση — τσουγκρίζω — επταμηνίτης — κατάκριτος — προμήθεια — γαστροκνημία — μπαστίνα — κρατητός — λαμπυρίζω — γρατσουνίζω — κοτασκάπτω — εξάπαντος — προεόρτιος — παιδολόγος — υπερηκοΐα — ενιστικός — επιμηκύνω — μάσαλλα |
|||