|
αόρ. от διατέμνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέταμον? — — συναρμολογώ — κουλές — μεταλλάσσω — οκτάγωνος — μαλακώνω — σύκινος — βουτώ — ήλωσις — ξεκλειδώνω — συνείρω — αμμοθεραπεία — πευκιάς — Αρβανίτισσα — τσιουκανίζω — φρεατοτύμπανον — βούρλισμα — αντίον — λαμπικαρισμένος — κρυφοκαίω — επερχόμενος — ανεπαίσχυντα |
|||