|
локтями назад; δένω κάποιον ~ — вязать, связывать (__кому-л.__) руки за спиной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово локтями назад? — πιστάγκωνα как с (ново)греческого переводится слово πιστάγκωνα? — локтями назад — αριθμητής — αχτύπητος — ανοξείδωτος — μαδαρῶ — έμπεδα — γριπάρης — αγγλοθρεμμένος — γαλατού — ιμάς — αλυσόκλειστος — ισοπολιτεία — αναλικνίζω — κάδρο — κακόπραχτος — παραβράζω — χρωμικός — μπεόπουλο — παρατάω — λαστιχάκι — αυγερινός — καλίφης |
|||