|
η стенография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стенография? — στενογραφία как с (ново)греческого переводится слово στενογραφία? — стенография — σηπία — πτηνοτρόφος — βιβλικός — διανομέας — μωαμεθανισμός — μπουζουκίστας — αυτογνωμία — αβουτύρωτος — καυχώμαι — απεργία — ανόθευτα — βιοπορίζομαι — φούντα — απόστρατα — απόπτυσμα — ξεκρεμάζω — νεροφείδα — φρόχειλο — πολυαγαπημένος — άρα-κατάρα — στερλίνα |
|||