|
το частное, единичное; η επαγωγή από τό ~ εις τό γενικό — переход от частного к общему #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово частное? — μερικό как на (ново)греческом будет слово единичное? — μερικό как с (ново)греческого переводится слово μερικό? — частное, единичное — φυλακάτορας — αμυγδαλόψιχα — ακούρευτος — πιρουνιά — φεσώνω — κατσαρομάλλης — μαρουλόφυλλο — ρουφήχτρα — αντίσκομμα — γιλεκάκι — κλιματιστικό — ελαφριά — ασελγαίνω — στόμωμα — στρίγγλα — εκφράττω — κομψολόγος — τριγενής — σακάκι — οθενδήποτε — φιλοπονία |
|||