Новогреческий словарь
βενετικός
βενετικός
1.
венецианский
;
~ καθρέφτης — венецианское зеркало
;
2. мн.ч. :
τά ~α — венецианские золотые монеты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
венецианский
? —
βενετικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βενετικός
? — венецианский
#
(ново)греческий словарь
—
μωρούδισμα
—
επιλήσμον
—
τροκάνι
—
συστολεύς
—
κατατοπισμένος
—
αυτοαπτίζομαι
—
διπρόσωπος
—
μαντάλωμα
—
ξεσκλαβώνω
—
στήνω
—
δεκεμβριστές
—
στυφάδα
—
εκβαρβαρώνω
—
φιλημένος
—
ζωοβένθος
—
θηλυπρεπώς
—
ασύμβατος
—
σύμμετρος
—
τεκμαρτός
—
ελεκτικότητα
—
μονοκούκκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве