προστιμάρω

формы словаβ
προστιμάρω
(αόρ. προστιμάρισα) штрафовать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово штрафовать? — προστιμάρω
как с (ново)греческого переводится слово προστιμάρω? — штрафовать


διατείνομαιεπιχειρηματικόςπερίγραπτοςποσοτικόςμεγάλωμαεμπορούπάλληλοςσφίγξκεντροφόροςενδύωσαφήνισηελαφοειδήςηλεκτροδυναμόμετροαπεριόριστοςεπταόροφοςαργυρένιοςακατανοησίαβυτίνησκληροτράχηλοςβουβωνικόςαγγειοδιασταλτικόμισόγεμος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit