|
(αόρ. προστιμάρισα) штрафовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штрафовать? — προστιμάρω как с (ново)греческого переводится слово προστιμάρω? — штрафовать — διατείνομαι — επιχειρηματικός — περίγραπτος — ποσοτικός — μεγάλωμα — εμπορούπάλληλος — σφίγξ — κεντροφόρος — ενδύω — σαφήνιση — ελαφοειδής — ηλεκτροδυναμόμετρο — απεριόριστος — επταόροφος — αργυρένιος — ακατανοησία — βυτίνη — σκληροτράχηλος — βουβωνικός — αγγειοδιασταλτικό — μισόγεμος |
|||