|
το менуэт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово менуэт? — μενουέτο как с (ново)греческого переводится слово μενουέτο? — менуэт — κιθαρίστα — αφθονώ — βαρώνη — θυροφύλακας — καλοκάρδισμα — ασυνόδευτος — κεκαλυμμένα — κασταννά — σταυρανθή — χρυσομίλητος — μπελάς — ξωμερίτικος — πρόναυλος — ρολογάς — ιστορώ — τράστ — καγιανάς — μαλτόζη — τρυσμός — θυμίασις — νεανίας |
|||