|
ο баклава (сладкий слоёный пирог с орехами) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово баклава? — μπακλαβάς как с (ново)греческого переводится слово μπακλαβάς? — баклава — οκταήμερο — μεταξουργός — αμπαρώνω — υπερτίμημα — ανοσιούργημα — συστημένος — Νάρκισσος — κλαπατσίμπαλα — σουρωτός — δανειοληπτικός — αγαθοεργία — εύελπις — τζιτζιφιόγκος — κελλάρης — κωλοκουμούνι — απαλλαξίδι — εκδημοκρατισμός — πολωνέζικος — ξωτικό — ημερομίσθιος — τουρκοσπορίτης |
|||