Новогреческий словарь
φρόκαλο
φρόκαλο
το 1)
сор, мусор
;
2)
веник
;
===
μ' έκαμε ~ — [phrase]он меня смешал с грязью[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сор
? —
φρόκαλο
как на
(ново)греческом
будет слово
мусор
? —
φρόκαλο
как на
(ново)греческом
будет слово
веник
? —
φρόκαλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
φρόκαλο
? — сор, мусор, веник
#
(ново)греческий словарь
—
θεματοφύλακας
—
κιβδηλοποιείον
—
καλάμισμα
—
ομοθερμία
—
εκφαίνομαι
—
αλλοίος
—
μαρουλοσαλάτα
—
επιθυμία
—
ξιφασκία
—
δαμετζάνα
—
σημασία
—
γεφύρωση
—
αρχιτεκτόνημα
—
αρτίστα
—
έφεδρος
—
παιδαγώγηση
—
ευηκοΐα
—
αχαλινάρωτος
—
ξαίρω
—
τορπιλλοσωλήν
—
προηγούμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω