|
παθ. αόρ. от υπάγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπήχθην? — — ατριβής — μισοζώντανος — αδυνατίζω — κουμπούρας — μπαγάζια — γυψοπλαστική — κλωστοϋφαντουργίνα — θούριο — αποθεμελιώνω — διπλόη — ανάπαλιν — ξελογιαστής — καταρτισμός — υποχρεωτικότητα — μάνιωμα — σαρανταριά — πάρεδρος — εισπρακτόρισσα — ψαίνομαι — παραιτούμαι — πολεοδομία |
|||