Новогреческий словарь
υπήχθην
υπήχθην
παθ. αόρ. от υπάγω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπήχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
προσωπάρχης
—
ξελουρίζω
—
ταχιά
—
ραφτική
—
παραμυθένια
—
ανημέρευτος
—
αντιδημοτικός
—
μίνιμουμ
—
διακηρυκτικός
—
εξορμητικός
—
μαντατούρης
—
ρεφορμιστικά
—
προσωπογράφος
—
πόπολο
—
αρχάρης
—
σπουδαιοφάνεια
—
διεθνιστικός
—
γαβάθα
—
αρνοψάλιδο
—
τυφεκισμός
—
γυναικίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω