μονομερώς

формы словаβ
μονομερώς



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μονομερώς? —


ηθμόςφλόγινοςαναπαυτήριοαναδημοσιεύωπρωταγωνιστώπολωσκόπιολόγγοςήγαγονρηθείςαξάβουλαεκδότηςκαψάλισμασυναρίθμησηακατάθετοςίασπιςπαλινορθώνωπεθυμιάπροεικάζομαιαυλακώτραπαιδογέννεσηπλήρης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit