|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονομερώς? — — ηθμός — φλόγινος — αναπαυτήριο — αναδημοσιεύω — πρωταγωνιστώ — πολωσκόπιο — λόγγος — ήγαγον — ρηθείς — αξάβουλα — εκδότης — καψάλισμα — συναρίθμηση — ακατάθετος — ίασπις — παλινορθώνω — πεθυμιά — προεικάζομαι — αυλακώτρα — παιδογέννεση — πλήρης |
|||