ανταλλακτικός

формы словаβ
ανταλλακτικός
меновой;
          ~ό εμπόριο — товарообмен; меновая торговля;
          ~ή αξία — меновая стоимость



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово меновой? — ανταλλακτικός
как с (ново)греческого переводится слово ανταλλακτικός? — меновой


πρωτευουσιάνικοςεπιφυήςλαιμοδέτηςυπόκεντροαλαφρομυαλιάανεπισχημοσύνησυβαρίτισσασκεπαρνιάεισβάλλωπολυτραβώαναδείχνομαισάξιμοωοπαραγωγικόςπολυτονικόςεντολήατραγούδητοςαραιότριχοςανεξάντληταάπνουςεφτανησιακόςηπατικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit