|
меновой; ~ό εμπόριο — товарообмен; меновая торговля; ~ή αξία — меновая стоимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меновой? — ανταλλακτικός как с (ново)греческого переводится слово ανταλλακτικός? — меновой — πρωτευουσιάνικος — επιφυής — λαιμοδέτης — υπόκεντρο — αλαφρομυαλιά — ανεπισχημοσύνη — συβαρίτισσα — σκεπαρνιά — εισβάλλω — πολυτραβώ — αναδείχνομαι — σάξιμο — ωοπαραγωγικός — πολυτονικός — εντολή — ατραγούδητος — αραιότριχος — ανεξάντλητα — άπνους — εφτανησιακός — ηπατικός |
|||