Новогреческий словарь
εκατόνταρχος
εκατόνταρχ|ος
ο ист. 1)
центурион
;
2)
сотник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
центурион
? —
εκατόνταρχος
как на
(ново)греческом
будет слово
сотник
? —
εκατόνταρχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατόνταρχος
? — центурион, сотник
#
(ново)греческий словарь
—
περπέρα
—
στρατοκρατία
—
απλότητα
—
ακωλος
—
ξιφιός
—
φλογοκόκκινος
—
οινοπνευματόμετρο
—
ωραιόπαθος
—
στατιστική
—
πισωκάπουλα
—
ανθογραφία
—
μόστρα
—
ταχυδρομείο
—
καπιταλίστας
—
ημέτερος
—
διογκωτικός
—
ξεβλαστάρωμα
—
βελονάκι
—
ρεβιθοκοτόσουπα
—
εξομάλισις
—
φυσητήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве