|
1) вздыхать; 2) стонать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вздыхать? — ανεστενάζω как на (ново)греческом будет слово стонать? — ανεστενάζω как с (ново)греческого переводится слово ανεστενάζω? — вздыхать, стонать — γογγύζω — μιλιταρισμός — τερατούργημα — διάδραση — τοιχάκι — βουβάλι — ψυχοπαθής — αγγρκρίζω — φλομωμένος — σκέψη — δενδροστοιχία — ψυχομετρία — αγγλόφωνος — πεζούρα — διακριτικό — άθλαστος — κουλουρτζής — αργκό — σαρακοστιάτικα — σχεδιαστήριο — σπιριτουαλισμός |
|||