|
το 1) прям., перен. боль; 2) сострадание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боль? — πόνεμα как на (ново)греческом будет слово сострадание? — πόνεμα как с (ново)греческого переводится слово πόνεμα? — боль, сострадание — ακριβής — συμβιβάστρια — επίπλωση — γλυκολεϊμονιά — κανταδόρικος — εκθαμβώνω — αναχώρηση — συκομορέα — ακουαρελλίστας — αριστούργημα — ηχορύπανση — τέκτονας — μονοφωνία — κουκούνα — κοχλιάριο — επιγραφική — κροταλίας — απλός — επισώρευση — επόπτρια — διακριτικότητα |
|||