Новогреческий словарь
πόνεμα
πόνεμα
το 1) прям., перен.
боль
;
2)
сострадание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боль
? —
πόνεμα
как на
(ново)греческом
будет слово
сострадание
? —
πόνεμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πόνεμα
? — боль, сострадание
#
(ново)греческий словарь
—
αναμπαίχτρα
—
μπρουμυτίζω
—
γναφεύς
—
δημοκρατικότητα
—
κεντρικός
—
ισθμός
—
πυγονιπτήρ
—
μηρυκαστικό
—
ανάλωμα
—
ίδρωτας
—
αναντίκρυστος
—
σιχασιάρης
—
υδρομυγαλή
—
γεροκόμιο
—
δέκα
—
λειβαδήσιος
—
ανεξονύχιστος
—
αρμολόγος
—
θέση
—
αργομιλώ
—
ζάλισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω