|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λινόχρωμος? — — δοξαράτος — σβηστήρι — κατώτατα — νταλιάνι — λήμμα — εισαγωγούλα — παρευθύς — φανταιζί — μόνιππον — φανοποιείο — αζύγιαστος — ξεραΐλα — τραυματισμένος — συνάδελφος — γαιόχωσις — καραβόσκοινο — επιστόμωση — γναφεύω — αξιωματικά — ζυμώνομαι — χιονοσκεπής |
|||