|
η 1) сестра; 2) медсестра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сестра? — αδελφή как на (ново)греческом будет слово медсестра? — αδελφή как с (ново)греческого переводится слово αδελφή? — сестра, медсестра — αλκαλιούχος — μονοτρήματα — μπάνισμα — συμφορητικός — οικοτροφία — ρεφορμιστής — μεταλαβαίνω — δενδροφύτευση — προσμανθάνω — θειωτήρ — περούκα — ακουρασιά — ανθόνερο — πλατάγισμα — σαλικυλικός — αρχιτεκτονία — ανυπόληπτος — έκλαμπρος — άτριχος — υδροστρόβιλος — προεκβολή |
|||