|
το 1) мул; 2) бран. упрямый осёл #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мул? — μουλάρι как на (ново)греческом будет слово упрямый осёл? — μουλάρι как с (ново)греческого переводится слово μουλάρι? — мул, упрямый осёл — ζίζυφος — αερομοντελιστής — καύλα — χουβαρντάνθρωπος — αποσπαργάνωμα — ελευθέριος — προδιάσκεψη — αναλογειον — βεζιράτο — στρεψαυχενία — μαντάρι — ψιλοχάραγος — χαβάς — ακατάβλητος — αυτοκτόνος — ανύσταγος — συμβόλαιο — επιχειρηματικός — χωριατεύω — γκίνια — μέσο |
|||