|
1) креститься; 2) божиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово креститься? — σταυροκοπιώμαι как на (ново)греческом будет слово божиться? — σταυροκοπιώμαι как с (ново)греческого переводится слово σταυροκοπιώμαι? — креститься, божиться — μωράκι — πειράζω — ψευδοευλαβής — καζάκα — πατάρι — στερεότυπο — αργοφυσώ — βουτηγμένος — ξεροψημένος — λουκουματζής — σπασμωδικά — μάνητα — ψευτρού — βρούχος — φυλλοφάγος — υπόπρωρος — υδροστεγής — ανθρωπόμορφος — ετυμολόγος — αχελώνα — ακαλπονόθευτος |
|||