|
το 1) балка; 2) доска (пола, ящика и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово балка? — πατόξυλο как на (ново)греческом будет слово доска? — πατόξυλο как с (ново)греческого переводится слово πατόξυλο? — балка, доска — άπαν — πρίνος — ανάγκαση — εκφοβητικός — μολόγημα — αμυλάλευρο — παραγνωρίσιμος — βιάζομαι — αμόντε — οδύνη — ανεξάλειπτα — αναξηραίνομαι — συνεκδοχικώς — αστενειάρης — αγουρόλαδο — ναναρίζω — καρποφορία — συννεφής — εξευμενισμός — αποκλαδίζω — ποιώ |
|||