Новогреческий словарь
ξεπρήσκομαι
ξεπρήσκομαι
опадать
(об отёке, воспалении)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опадать
? —
ξεπρήσκομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεπρήσκομαι
? — опадать
#
(ново)греческий словарь
—
ανοξυναιμία
—
τοιχοκολλώ
—
αγκινάρα
—
αποδειπνώ
—
τιμωριέμαι
—
πολυξοκουσμένος
—
προπερισπώ
—
αξεπλήρωτος
—
χειρονομώ
—
αδαήμων
—
μπριτζόλα
—
σπαράγγι
—
πανεπιστημιακός
—
εφαπλωματοποιείον
—
αστείρευτος
—
συνήγορος
—
άπιαστος
—
τρόλλεϋ
—
ζώο
—
ανθέλληνας
—
ξεστρίβομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,