|
опадать (об отёке, воспалении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опадать? — ξεπρήσκομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεπρήσκομαι? — опадать — γουρμαθιά — γιουχάρισμα — μπερμπάντεμα — πραϋντικός — παραδεισιακός — αρένα — αστρατολόγητος — πυρογραφικός — υπέρογκος — ιδεολογία — τριπόδι — περιλαμβάνω — μπαμπακερός — αντίλαλος — συφορά — συμπαρασύρω — παγκοσμιοποιώ — Κολωνάκι — δεσιά — ευδόκηση — θάλλιο |
|||