|
откупоривать, раскупоривать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово откупоривать? — ξεστουπώνω как на (ново)греческом будет слово раскупоривать? — ξεστουπώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεστουπώνω? — откупоривать, раскупоривать — βωμολοχία — διασταυρόμενος — σαπροφάγα — κουκούνα — κακάκια — λαοσύναξη — ημιτελικός — φιόρδ — φαρφαράς — μίμηση — Άραψ — γλείφτρα — ζουζουνίζω — αμπελοκλαδευτής — επιμιγνύω — ξυλόφωνο — σήμαντρο — απροόριστος — στερφόγιδα — ανακαίνισμός — βωλοδέρνομαι |
|||